γυψωτής

γυψωτής
ο
αυτός που εργάζεται με γύψο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γυψωτής — plasterer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυψωτής — ο (Μ γυψωτής) [γυψώ] αυτός που επαλείφει με γύψο κάποια επιφάνεια νεοελλ. αυτός που κατεργάζεται τον γύψο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”